- απόταξη
- η (AM ἀπόταξις) [αποτάσσω]νεοελλ.η οριστική αποβολή ενός αξιωματικού από το στράτευμα εξαιτίας βαρέος παραπτώματοςαρχ.-μσν.εκκλ. η αποταγή*αρχ.ταξινόμηση των φορολογουμένων.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
απόταξη — η αποβολή αξιωματικού από το στράτευμα για κάποιο βαρύ παράπτωμα: Αποφασίστηκε η απόταξη όλων των αξιωματικών που πήραν ενεργό μέρος στο τελευταίο πραξικόπημα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἀποτάξῃ — ἀποτάξηι , ἀπόταξις separate assessment fem dat sg (epic) ἀποτάσσω set apart aor subj mid 2nd sg ἀποτάσσω set apart aor subj act 3rd sg ἀποτάσσω set apart fut ind mid 2nd sg ἀ̱ποτάξῃ , ἀποτάσσω set apart futperf ind mp 2nd sg (doric aeolic)… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εξορκισμός — Πρακτική εξαγνισμού για την εξουδετέρωση των μιασμάτων (που στις διάφορες θρησκείες συνδέονται με την έννοια της ακαθαρσίας) και των κακοποιών επιδράσεων πνευμάτων, νεκρών, μάγων κλπ. Ο ε. ήταν πολύ διαδεδομένος κατά την αρχαιότητα και… … Dictionary of Greek
Koine Greek — Koine redirects here. For other uses, see Koine (disambiguation). History of the Greek language (see also: Greek alphabet) … Wikipedia
Койне — О лингвистическом термине, обозначающем язык, использующийся при общении между носителями разных диалектов см. Койне (лингвистика). Койне (греч. Κοινὴ Ἑλληνική «общий греческий»[1], или ἡ κοινὴ διάλεκτος, «общий диалект») распространённая форма… … Википедия
Койнэ — О лингвистическом термине, обозначающем язык, использующийся при общении между носителями разных диалектов см. Койне (лингвистика). Койне (греч. Κοινὴ Ἑλληνική «общий греческий»[1], или ἡ κοινὴ διάλεκτος, «общий диалект») распространённая форма… … Википедия
αποτάσσω — κ. τάζω κ. ποτάζω, τάσσω (AM ἀποτάσσω, Α κ. τάττω, Μ κ. ποτάσσω) 1. αποχωρίζω 2. ( ομαι) απαρνούμαι, αποκηρύσσω («ἀπετάξω τῷ Σατανᾷ; ἀπεταξάμην») μσν. νεοελλ. αποκτώ νεοελλ. (για αξιωματικό) τιμωρώ με απόταξη αρχ. μσν. εξουσιάζω αρχ. Ι. 1. αποσπώ … Dictionary of Greek
απότακτος — (AM ἀπότακτος, ον) [αποτάσσω] νεοελλ. (για αξιωματικό ή μόνιμο υπαξιωματικό) αυτός που έχει τιμωρηθεί με απόταξη αρχ. μσν. ορισμένος, καθορισμένος II αρχ. 1. τοποθετημένος παράμερα, φυλαγμένος για ορισμένη χρήση 2. απομονωμένος για τιμωρία … Dictionary of Greek
απότακτος — ο αξιωματικός που τέθηκε σ απόταξη (βλ. λ.) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)